Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερφορτίζω < υπερ- + φορτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική overcharge)

υπερφορτίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία