υπερυψηλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυπερυψηλός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) πάρα πολύ υψηλός
- υπερυψηλή ευρυζωνικότητα
- υπερυψηλή τάση
- υπερυψηλή ποιότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερυψηλός
|
υπερυψηλός
|