υπερτιμολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερτιμολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερτιμολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαυπερτιμολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπερτιμολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερτιμολογημένος
|