Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερτιμολογώ < από το ουσιαστικό υπερτιμολόγηση

υπερτιμολογώ

  • κάνω υπερτιμολόγηση, εκδίδω (ή αποδέχομαι) τιμολόγιο με ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία του αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία