υπερτιμολογώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερτιμολογώ < από το ουσιαστικό υπερτιμολόγηση
Ρήμα επεξεργασία
υπερτιμολογώ
- κάνω υπερτιμολόγηση, εκδίδω (ή αποδέχομαι) τιμολόγιο με ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία του αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερτιμολογώ
|