↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπτήση οι υπερπτήσεις
      γενική της υπερπτήσης των υπερπτήσεων
    αιτιατική την υπερπτήση τις υπερπτήσεις
     κλητική υπερπτήση υπερπτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερπτήση (νεολογισμός) < υπερ- + πτήση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική survol ή την αγγλική overflight)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peɾˈpti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐πτή‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερπτήση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υπερπτήσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • υπερπτήση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr