Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπτήση οι υπερπτήσεις
      γενική της υπερπτήσης των υπερπτήσεων
    αιτιατική την υπερπτήση τις υπερπτήσεις
     κλητική υπερπτήση υπερπτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπτήση < υπερ- + πτήση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾˈpti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐πτή‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπτήση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr