Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερογδονταετής η υπερογδονταετής το υπερογδονταετές
      γενική του υπερογδονταετούς* της υπερογδονταετούς του υπερογδονταετούς
    αιτιατική τον υπερογδονταετή την υπερογδονταετή το υπερογδονταετές
     κλητική υπερογδονταετή(ς) υπερογδονταετής υπερογδονταετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερογδονταετείς οι υπερογδονταετείς τα υπερογδονταετή
      γενική των υπερογδονταετών των υπερογδονταετών των υπερογδονταετών
    αιτιατική τους υπερογδονταετείς τις υπερογδονταετείς τα υπερογδονταετή
     κλητική υπερογδονταετείς υπερογδονταετείς υπερογδονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερογδονταετής < υπερ- + ογδονταετής

  Επίθετο επεξεργασία

υπερογδονταετής, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία