Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερκέρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
υπερκέρδ
ος
τα
υπερκέρδ
η
γενική
του
υπερκέρδ
ους
των
υπερκερδ
ών
αιτιατική
το
υπερκέρδ
ος
τα
υπερκέρδ
η
κλητική
υπερκέρδ
ος
υπερκέρδ
η
Κατηγορία
όπως «
δάσος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερκέρδος
<
υπερ-
+
κέρδος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερκέρδος
ουδέτερο
(
νεολογισμός
)
υπερβολικό
κέρδος
(
συνήθως
σε
μικρό
χρονικό
διάστημα
)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
υπερέσοδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερκέρδος
γαλλικά
:
superprofit
(fr)
,
super-profit
(fr)