Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα υπερέσοδα
      γενική των υπερεσόδων
    αιτιατική τα υπερέσοδα
     κλητική υπερέσοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερέσοδα < υπερ- + έσοδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερέσοδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία