Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπανδρεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπανδρεμέν
ος
η
υπανδρεμέν
η
το
υπανδρεμέν
ο
γενική
του
υπανδρεμέν
ου
της
υπανδρεμέν
ης
του
υπανδρεμέν
ου
αιτιατική
τον
υπανδρεμέν
ο
την
υπανδρεμέν
η
το
υπανδρεμέν
ο
κλητική
υπανδρεμέν
ε
υπανδρεμέν
η
υπανδρεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπανδρεμέν
οι
οι
υπανδρεμέν
ες
τα
υπανδρεμέν
α
γενική
των
υπανδρεμέν
ων
των
υπανδρεμέν
ων
των
υπανδρεμέν
ων
αιτιατική
τους
υπανδρεμέν
ους
τις
υπανδρεμέν
ες
τα
υπανδρεμέν
α
κλητική
υπανδρεμέν
οι
υπανδρεμέν
ες
υπανδρεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπανδρεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπανδρεύω
Μετοχή
επεξεργασία
υπανδρεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υπανδρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπανδρεμένος
αγγλικά
:
married
(en)