↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλοτομητέος η υλοτομητέα το υλοτομητέο
      γενική του υλοτομητέου της υλοτομητέας του υλοτομητέου
    αιτιατική τον υλοτομητέο την υλοτομητέα το υλοτομητέο
     κλητική υλοτομητέε υλοτομητέα υλοτομητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλοτομητέοι οι υλοτομητέες τα υλοτομητέα
      γενική των υλοτομητέων των υλοτομητέων των υλοτομητέων
    αιτιατική τους υλοτομητέους τις υλοτομητέες τα υλοτομητέα
     κλητική υλοτομητέοι υλοτομητέες υλοτομητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υλοτομητέος < υλοτομώ + -τέος

  Επίθετο

επεξεργασία

υλοτομητέος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία