υδρονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδρονομία θηλυκό
- η διευθέτηση των χειμάρρων κι άλλων ρεόντων υδάτων, ώστε να προληφθούν οι πλημμύρες
- ※ Στο επίκεντρο της συνάντησης βρέθηκαν τα αντιπλημμυρικά έργα και κυρίως τα έργα ορεινής υδρονομίας (πάνω από 200 στη Θεσσαλία), που αποτελούν κοινή προτεραιότητα, τόσο της κυβέρνησης, όσο και της Περιφέρειας. (www.ertnews.gr, 06.07.2024)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρονομία