υδρομετέωρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρομετέωρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrometeor < αρχαία ελληνική ὕδωρ + μετέωρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρομετέωρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) σωματίδια από νερό, πάγο κ.λπ., που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρομετέωρο