λιθομετέωρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθομετέωρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lithometeor < αρχαία ελληνική λίθος + μετέωρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθομετέωρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) σχηματισμός / αιώρημα στην ατμόσφαιρα, που αποτελείται από ξηρή σκόνη κ.ά.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιθομετέωρο