↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντοποίηση οι τσιμεντοποιήσεις
      γενική της τσιμεντοποίησης* των τσιμεντοποιήσεων
    αιτιατική την τσιμεντοποίηση τις τσιμεντοποιήσεις
     κλητική τσιμεντοποίηση τσιμεντοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τσιμεντοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμεντοποίηση (νεολογισμός) < Μορφολογικά αναλύεται σε τσιμεντοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική cementificazione)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡si.men.doˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐με‐ντο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιμεντοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία