↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντόστρωση οι τσιμεντοστρώσεις
      γενική της τσιμεντόστρωσης* των τσιμεντοστρώσεων
    αιτιατική την τσιμεντόστρωση τις τσιμεντοστρώσεις
     κλητική τσιμεντόστρωση τσιμεντοστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τσιμεντοστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμεντόστρωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιμεντόστρωση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία