↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμεντάρισμα τα τσιμενταρίσματα
      γενική του τσιμενταρίσματος των τσιμενταρισμάτων
    αιτιατική το τσιμεντάρισμα τα τσιμενταρίσματα
     κλητική τσιμεντάρισμα τσιμενταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμεντάρισμα < τσιμεντάρ(ω) + -ισμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιμεντάρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία