τσιμεντάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμεντάρισμα < τσιμεντάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμεντάρισμα ουδέτερο
- (προφορικό, οικοδομική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσιμεντάρω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τσιμέντο και τσιμεντάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμεντάρισμα
|
Πηγές επεξεργασία
- τσιμεντάρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)