τσετσενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσετσενικός < Τσετσέν(ος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡se.t͡se.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐τσε‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατσετσενικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Τσετσενία ή τους Τσετσένους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Τσετσενία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσετσενικός
|