↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσετσενικός η τσετσενική το τσετσενικό
      γενική του τσετσενικού της τσετσενικής του τσετσενικού
    αιτιατική τον τσετσενικό την τσετσενική το τσετσενικό
     κλητική τσετσενικέ τσετσενική τσετσενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσετσενικοί οι τσετσενικές τα τσετσενικά
      γενική των τσετσενικών των τσετσενικών των τσετσενικών
    αιτιατική τους τσετσενικούς τις τσετσενικές τα τσετσενικά
     κλητική τσετσενικοί τσετσενικές τσετσενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσετσενικός < Τσετσέν(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡se.t͡se.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσε‐τσε‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

τσετσενικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία