Τσετσένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσετσένος < Τσετσεν(ία) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seˈt͡se.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐τσέ‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΤσετσένος αρσενικό (θηλυκό Τσετσένα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Τσετσενία
- ※ Οι Τσετσένοι αυτονομιστές έχουν λάβει βοήθεια σε χρήματα και εξοπλισμό, αλλά και ιδεολογική στήριξη από διεθνείς ισλαμικές οργανώσεις.
- Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Τσετσένων τρομοκρατών, Η Καθημερινή, 21 Σεπτεμβρίου 2004
- ※ Οι Τσετσένοι αυτονομιστές έχουν λάβει βοήθεια σε χρήματα και εξοπλισμό, αλλά και ιδεολογική στήριξη από διεθνείς ισλαμικές οργανώσεις.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Τσετσενία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τσετσένοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τσετσένος