τσερκένι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσερκένι | τα | τσερκένια |
γενική | του | τσερκενιού | των | τσερκενιών |
αιτιατική | το | τσερκένι | τα | τσερκένια |
κλητική | τσερκένι | τσερκένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσερκένι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seɾˈce.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσερ‐κέ‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσερκένι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο χαρταετός, ειδικά στην περιοχή της Σμύρνης
- ※ Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα.
- Κοσμάς Πολίτης, Τα τσερκένια, 1963, ※ @ebooks.edu.gr
- ※ Ένα φύλλο που το παίρνει τ’ αεράκι / και το πάει σαν τσερκένι στο κενό / σε τραβάει στην ουρά του σαν χαρτάκι / και σε πάει τσίμα – τσίμα στο γκρεμό
- τραγούδι: Κάπως έτσι, στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης, μουσική: Βασίλης Δημητρίου, εκτέλεση: Κατερίνα Κούκα, 2000
- ※ Ἔ, σεῖς παιδάκια ἀμέριμνα / Ἀϊτοὶ τῆς Καθαροδευτέρας ποὺ / Ἀπ’ τὴν ἀσφυξία τῶν ἡμερῶν / Βαθιά μᾶς συντηρεῖτε στὰ μελτέμια / Γιὰ νὰ πετάει στὸ τσερκένι μας ψηλότερα / Ὁ οὐρανὸς τοῦ ψεύδους.
- «Καθαρή Δευτέρα», στο Δημήτρης Κανελλόπουλος, Περί ονομάτων και άλλων συμβάντων του βίου, Οροπέδιο, τεύχος 3, καλοκαίρι 2007, σελ. 419
- ※ Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τουρκική uçarken (πετώντας), ρήμα uçmak, οθωμανική τουρκική اوچمق
- Τσερκέζος, τουρκική Çerkes, οθωμανική τουρκική چركس, ρωσική черке́с (čerkés)
- τσέρκι (ιταλικής προέλευσης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσερκένι
→ δείτε τη λέξη χαρταετός |