Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

uçmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوچمق (πετάω, εξαερώνομαι) < πρωτοτουρκική *uč-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ut͡ʃˈmɑk/

  Ρήμα επεξεργασία

uçmak (tr)

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • uçmak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • uçmak -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr