Τσερκέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seɾˈce.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσερ‐κέ‐ζος
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤσερκέζος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Τσερκέζος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τσερκέζος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤσερκέζος αρσενικό (θηλυκό Τσερκέζου)
Συγγενικά
επεξεργασία- Κερκέζος (επώνυμο)