Κιρκάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κιρκάσιος | οι | Κιρκάσιοι |
γενική | του | Κιρκάσιου | των | Κιρκάσιων |
αιτιατική | τον | Κιρκάσιο | τους | Κιρκάσιους |
κλητική | Κιρκάσιε | Κιρκάσιοι | ||
Παλιότερες γενικές πτώσεις Κιρκασίου, Κιρκασίων | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κιρκάσιος ήδη από το 1835, στον πληθυντικό Κιρκάσιοι και Κιρκασιανοί[1] < Κιρκασ(ία) < αγγλική Circassia + -ιος. Συγκρίνετε με το συνώνυμο Τσερκέζος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciɾˈka.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κιρ‐κά‐σι‐ος
- παρώνυμα: κιρκάνιος, κιρκάδιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιρκάσιος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) που κατάγεται από την Κιρκασία (θηλυκό Κιρκάσια)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 545, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Κιρκασία, Κιρκάσιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)