Κερκέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κερκέζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚερκέζος αρσενικό (θηλυκό Κερκέζου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μάκρη & Λιβίσι Μ. Ασίας ο Τόπος & οι Άνθρωποι, Λυκία, Εταιρεία Ιστορικών Ερευνών «Λυκία», Εκδόσεις ΕΜΒΡΥΟ, 2019 [1]