Ετυμολογία

επεξεργασία
Κερκέζου < γενική ενικού του αρσενικού Κερκέζος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κερκέζου θηλυκό (αρσενικό Κερκέζος)

Μεταγραφές

επεξεργασία