Τσερκέζου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Τσερκέζου < γενική ενικού του αρσενικού Τσερκέζος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡seɾˈce.zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσερ‐κέ‐ζου
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τσερκέζου θηλυκό άκλιτο