Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσεπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσεπωμέν
ος
η
τσεπωμέν
η
το
τσεπωμέν
ο
γενική
του
τσεπωμέν
ου
της
τσεπωμέν
ης
του
τσεπωμέν
ου
αιτιατική
τον
τσεπωμέν
ο
την
τσεπωμέν
η
το
τσεπωμέν
ο
κλητική
τσεπωμέν
ε
τσεπωμέν
η
τσεπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσεπωμέν
οι
οι
τσεπωμέν
ες
τα
τσεπωμέν
α
γενική
των
τσεπωμέν
ων
των
τσεπωμέν
ων
των
τσεπωμέν
ων
αιτιατική
τους
τσεπωμέν
ους
τις
τσεπωμέν
ες
τα
τσεπωμέν
α
κλητική
τσεπωμέν
οι
τσεπωμέν
ες
τσεπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσεπωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τσεπώνω
Μετοχή
επεξεργασία
τσεπωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
τσεπώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσεπωμένος