Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσαπατσούλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσαπατσούλικ
ος
η
τσαπατσούλικ
η
το
τσαπατσούλικ
ο
γενική
του
τσαπατσούλικ
ου
της
τσαπατσούλικ
ης
του
τσαπατσούλικ
ου
αιτιατική
τον
τσαπατσούλικ
ο
την
τσαπατσούλικ
η
το
τσαπατσούλικ
ο
κλητική
τσαπατσούλικ
ε
τσαπατσούλικ
η
τσαπατσούλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσαπατσούλικ
οι
οι
τσαπατσούλικ
ες
τα
τσαπατσούλικ
α
γενική
των
τσαπατσούλικ
ων
των
τσαπατσούλικ
ων
των
τσαπατσούλικ
ων
αιτιατική
τους
τσαπατσούλικ
ους
τις
τσαπατσούλικ
ες
τα
τσαπατσούλικ
α
κλητική
τσαπατσούλικ
οι
τσαπατσούλικ
ες
τσαπατσούλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσαπατσούλικος
<
τσαπατσούλ(ης)
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
τσαπατσούλικος
χαρακτηριστικός του
τσαπατσούλη
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
τσαπατσούλης
Συνώνυμα
επεξεργασία
ακατάστατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσαπατσούλικος
αγγλικά
:
scrappy
(en)
,
sloppy
(en)