τσαμπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαμπάκι | τα | τσαμπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσαμπάκι | τα | τσαμπάκια |
κλητική | τσαμπάκι | τσαμπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαμπάκι < τσαμπί + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
- τσαμπάκι < τουρκική zambak < αραβική زنبق (zanbak: κρίνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαμπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τσαμπί
- (φυτό) άλλη μορφή του ζαμπάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαμπάκι
|