Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσίφτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσίφτικ
ος
η
τσίφτικ
η
το
τσίφτικ
ο
γενική
του
τσίφτικ
ου
της
τσίφτικ
ης
του
τσίφτικ
ου
αιτιατική
τον
τσίφτικ
ο
την
τσίφτικ
η
το
τσίφτικ
ο
κλητική
τσίφτικ
ε
τσίφτικ
η
τσίφτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσίφτικ
οι
οι
τσίφτικ
ες
τα
τσίφτικ
α
γενική
των
τσίφτικ
ων
των
τσίφτικ
ων
των
τσίφτικ
ων
αιτιατική
τους
τσίφτικ
ους
τις
τσίφτικ
ες
τα
τσίφτικ
α
κλητική
τσίφτικ
οι
τσίφτικ
ες
τσίφτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσίφτικος
<
τσίφτης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
τσίφτικος
που έχει
σχέση
με
τσίφτη
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
τσίφτικα
→
δείτε
τη λέξη
τσίφτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσίφτικος