τσίφτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατσίφτικα
- κατά τη συμπεριφορά του τσίφτη, έξυπνα, αλλά και μαγκιόρικα και μπεσαλίδικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσίφτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατσίφτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσίφτικος