τρυπανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρυπανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρυπανίζω
Μετοχή
επεξεργασίατρυπανισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τρυπανίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυπανισμένος
|
τρυπανισμένος, -η, -ο
|