τροχοδρόμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροχοδρόμηση | οι | τροχοδρομήσεις |
γενική | της | τροχοδρόμησης* | των | τροχοδρομήσεων |
αιτιατική | την | τροχοδρόμηση | τις | τροχοδρομήσεις |
κλητική | τροχοδρόμηση | τροχοδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τροχοδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροχοδρόμηση < τροχοδρομώ + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.xoˈðɾo.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χο‐δρό‐μη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροχοδρόμηση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τροχοδρομώ
- η μετακίνηση αεροσκαφών μέσα στο χώρο του αερολιμένα για επισκευή κ.λπ.