τροχοδρομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατροχοδρομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τροχοδρομώ
- θα τροχοδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τροχοδρομώ
τροχοδρομήσεις