Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροτσκισμός οι τροτσκισμοί
      γενική του τροτσκισμού των τροτσκισμών
    αιτιατική τον τροτσκισμό τους τροτσκισμούς
     κλητική τροτσκισμέ τροτσκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροτσκισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική trotskisme[1] < (ανθρωπωνύμιο) Τρότσκι + -ισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾot͡s.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τροτσ‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροτσκισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία