τροτσκίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροτσκίστρια < τροτσκιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾot͡sˈci.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τροτσ‐κί‐στρι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροτσκίστρια θηλυκό
- θηλυκό του τροτσκιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τροτσκιστής
τροτσκίστρια