τρομπαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρομπάρω
Μετοχή
επεξεργασίατρομπαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τρομπάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρομπαρισμένος
|
τρομπαρισμένος, -η, -ο
|