Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρομπάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρομπάρω
<
ιταλική
trombare
(δείτε και το
τρόμπα
)
Ρήμα
επεξεργασία
τρομπάρω
χρησιμοποιώ την
τρόμπα
(
αργκό
) αυνανίζομαι
(
κατ’ επέκταση
) λέω ή κάνω βλακείες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρομπάρω