Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομπάρω < ιταλική trombare (δείτε και το τρόμπα)

τρομπάρω

  1. χρησιμοποιώ την τρόμπα
  2. (αργκό) αυνανίζομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία