Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομπάρω < ιταλική trombare (δείτε και το τρόμπα)

  Ρήμα επεξεργασία

τρομπάρω

  1. χρησιμοποιώ την τρόμπα
  2. (αργκό) αυνανίζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία