τρομπάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
τρομπάρω
- χρησιμοποιώ την τρόμπα
- (αργκό) αυνανίζομαι
- (κατ’ επέκταση) λέω ή κάνω βλακείες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρομπάρω
|