τριφτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριφτό | τα | τριφτά |
γενική | του | τριφτού | των | τριφτών |
αιτιατική | το | τριφτό | τα | τριφτά |
κλητική | τριφτό | τριφτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριφτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριφτός < αρχαία ελληνική τριπτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριφτό ουδέτερο
- (γαστρονομία, γλυκό) γλυκό του κουταλιού με τριμμένα κομμάτια από κυδώνι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριφτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατριφτό