↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριφτό τα τριφτά
      γενική του τριφτού των τριφτών
    αιτιατική το τριφτό τα τριφτά
     κλητική τριφτό τριφτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριφτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριφτός < αρχαία ελληνική τριπτός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριφτό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τριφτό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τριφτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριφτός