Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριγωνομετρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τριγωνομετρημέν
ος
η
τριγωνομετρημέν
η
το
τριγωνομετρημέν
ο
γενική
του
τριγωνομετρημέν
ου
της
τριγωνομετρημέν
ης
του
τριγωνομετρημέν
ου
αιτιατική
τον
τριγωνομετρημέν
ο
την
τριγωνομετρημέν
η
το
τριγωνομετρημέν
ο
κλητική
τριγωνομετρημέν
ε
τριγωνομετρημέν
η
τριγωνομετρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τριγωνομετρημέν
οι
οι
τριγωνομετρημέν
ες
τα
τριγωνομετρημέν
α
γενική
των
τριγωνομετρημέν
ων
των
τριγωνομετρημέν
ων
των
τριγωνομετρημέν
ων
αιτιατική
τους
τριγωνομετρημέν
ους
τις
τριγωνομετρημέν
ες
τα
τριγωνομετρημέν
α
κλητική
τριγωνομετρημέν
οι
τριγωνομετρημέν
ες
τριγωνομετρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τριγωνομετρημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
τριγωνομετρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριγωνομετρημένος