τριγωνομετρημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατριγωνομετρημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τριγωνομετρημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τριγωνομετρημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τριγωνομετρημένος