τριαινοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τριαινοειδής | η | τριαινοειδής | το | τριαινοειδές |
γενική | του | τριαινοειδούς* | της | τριαινοειδούς | του | τριαινοειδούς |
αιτιατική | τον | τριαινοειδή | την | τριαινοειδή | το | τριαινοειδές |
κλητική | τριαινοειδή(ς) | τριαινοειδής | τριαινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τριαινοειδείς | οι | τριαινοειδείς | τα | τριαινοειδή |
γενική | των | τριαινοειδών | των | τριαινοειδών | των | τριαινοειδών |
αιτιατική | τους | τριαινοειδείς | τις | τριαινοειδείς | τα | τριαινοειδή |
κλητική | τριαινοειδείς | τριαινοειδείς | τριαινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριαινοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριαινοειδής. Αναλύεται σε τρίαιν(α) + -ο- + -ειδής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.e.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐αι‐νο‐ει‐δής
Επίθετο επεξεργασία
τριαινοειδής, -ής, -ές
- που έχει μορφή τρίαινας
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριαινοειδής
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .