τραχηλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραχηλισμός < ελληνιστική κοινή τραχηλισμός < αρχαία ελληνική τράχηλος
Επίθετο
επεξεργασίατραχηλισμός
- (ιατρική) κατάσταση όπου, κατά τη διάρκεια ενός επιληπτικού επεισοδίου, ο τράχηλος συστέλλεται με σπασμωδικό τρόπο, πράγμα που δυσκολεύει την κυκλοφορία του αίματος στις φλέβες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τράχηλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραχηλισμός
|