Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραχειοοισοφαγικός η τραχειοοισοφαγική το τραχειοοισοφαγικό
      γενική του τραχειοοισοφαγικού της τραχειοοισοφαγικής του τραχειοοισοφαγικού
    αιτιατική τον τραχειοοισοφαγικό την τραχειοοισοφαγική το τραχειοοισοφαγικό
     κλητική τραχειοοισοφαγικέ τραχειοοισοφαγική τραχειοοισοφαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραχειοοισοφαγικοί οι τραχειοοισοφαγικές τα τραχειοοισοφαγικά
      γενική των τραχειοοισοφαγικών των τραχειοοισοφαγικών των τραχειοοισοφαγικών
    αιτιατική τους τραχειοοισοφαγικούς τις τραχειοοισοφαγικές τα τραχειοοισοφαγικά
     κλητική τραχειοοισοφαγικοί τραχειοοισοφαγικές τραχειοοισοφαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραχειοοισοφαγικός < τραχεί(α) + -ο- + οισοφάγ(ος) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

τραχειοοισοφαγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία