↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζοασφαλιστικός η τραπεζοασφαλιστική το τραπεζοασφαλιστικό
      γενική του τραπεζοασφαλιστικού της τραπεζοασφαλιστικής του τραπεζοασφαλιστικού
    αιτιατική τον τραπεζοασφαλιστικό την τραπεζοασφαλιστική το τραπεζοασφαλιστικό
     κλητική τραπεζοασφαλιστικέ τραπεζοασφαλιστική τραπεζοασφαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζοασφαλιστικοί οι τραπεζοασφαλιστικές τα τραπεζοασφαλιστικά
      γενική των τραπεζοασφαλιστικών των τραπεζοασφαλιστικών των τραπεζοασφαλιστικών
    αιτιατική τους τραπεζοασφαλιστικούς τις τραπεζοασφαλιστικές τα τραπεζοασφαλιστικά
     κλητική τραπεζοασφαλιστικοί τραπεζοασφαλιστικές τραπεζοασφαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζοασφαλιστικός < τράπεζ(α) + -ο- + ασφαλιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραπεζοασφαλιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία