τραπεζοασφαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραπεζοασφαλιστικός < τράπεζ(α) + -ο- + ασφαλιστικός
Επίθετο
επεξεργασίατραπεζοασφαλιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, οικονομία) που σχετίζεται με τις τραπεζοασφάλειες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραπεζοασφαλιστικός
|
Πηγές
επεξεργασία- τραπεζοασφαλιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τραπεζοασφαλιστικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr