Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραπεζοασφαλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τραπεζοασφαλιστικ
ός
η
τραπεζοασφαλιστικ
ή
το
τραπεζοασφαλιστικ
ό
γενική
του
τραπεζοασφαλιστικ
ού
της
τραπεζοασφαλιστικ
ής
του
τραπεζοασφαλιστικ
ού
αιτιατική
τον
τραπεζοασφαλιστικ
ό
την
τραπεζοασφαλιστικ
ή
το
τραπεζοασφαλιστικ
ό
κλητική
τραπεζοασφαλιστικ
έ
τραπεζοασφαλιστικ
ή
τραπεζοασφαλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τραπεζοασφαλιστικ
οί
οι
τραπεζοασφαλιστικ
ές
τα
τραπεζοασφαλιστικ
ά
γενική
των
τραπεζοασφαλιστικ
ών
των
τραπεζοασφαλιστικ
ών
των
τραπεζοασφαλιστικ
ών
αιτιατική
τους
τραπεζοασφαλιστικ
ούς
τις
τραπεζοασφαλιστικ
ές
τα
τραπεζοασφαλιστικ
ά
κλητική
τραπεζοασφαλιστικ
οί
τραπεζοασφαλιστικ
ές
τραπεζοασφαλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραπεζοασφαλιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
τραπεζοασφαλιστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραπεζοασφαλιστικός