τραβηχτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατραβηχτικός, -ή, -ό
- που τραβάει το ενδιαφέρον
- (ουσιαστικοποιημένο) τραβηχτική
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραβηχτικός
|
Δείτε επίσης : τραβηχτός |
τραβηχτικός, -ή, -ό
|