Δείτε επίσης: τραβηχτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραβηχτικός η τραβηχτική το τραβηχτικό
      γενική του τραβηχτικού της τραβηχτικής του τραβηχτικού
    αιτιατική τον τραβηχτικό την τραβηχτική το τραβηχτικό
     κλητική τραβηχτικέ τραβηχτική τραβηχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραβηχτικοί οι τραβηχτικές τα τραβηχτικά
      γενική των τραβηχτικών των τραβηχτικών των τραβηχτικών
    αιτιατική τους τραβηχτικούς τις τραβηχτικές τα τραβηχτικά
     κλητική τραβηχτικοί τραβηχτικές τραβηχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραβηχτικός < τραβώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραβηχτικός, -ή, -ό

  1. που τραβάει το ενδιαφέρον
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τραβηχτική

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία