Δείτε επίσης: τραβηχτικός, τραβηγμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραβηχτός η τραβηχτή το τραβηχτό
      γενική του τραβηχτού της τραβηχτής του τραβηχτού
    αιτιατική τον τραβηχτό την τραβηχτή το τραβηχτό
     κλητική τραβηχτέ τραβηχτή τραβηχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραβηχτοί οι τραβηχτές τα τραβηχτά
      γενική των τραβηχτών των τραβηχτών των τραβηχτών
    αιτιατική τους τραβηχτούς τις τραβηχτές τα τραβηχτά
     κλητική τραβηχτοί τραβηχτές τραβηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραβηχτός < τραβώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραβηχτός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία