τραβηξιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραβηξιά | οι | τραβηξιές |
γενική | της | τραβηξιάς | των | τραβηξιών |
αιτιατική | την | τραβηξιά | τις | τραβηξιές |
κλητική | τραβηξιά | τραβηξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραβηξιά θηλυκό
- (προφορικό, σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τραβώ, το τράβηγμα
- (προφορικό, σπάνιο, μεταφορικά) η εισπνοή του καπνού ενός τσιγάρου, η ρουφηξιά