τραβηξιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραβηξιά | οι | τραβηξιές |
γενική | της | τραβηξιάς | των | τραβηξιών |
αιτιατική | την | τραβηξιά | τις | τραβηξιές |
κλητική | τραβηξιά | τραβηξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραβηξιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραβηξιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραβηξιά
|