Δείτε επίσης: τρίχωσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρίχωση οι τριχώσεις
      γενική της τρίχωσης* των τριχώσεων
    αιτιατική την τρίχωση τις τριχώσεις
     κλητική τρίχωση τριχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίχωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρίχωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίχωση θηλυκό

  1. φύτρωμα τριχών, τριχοφυΐα
     συνώνυμα: τριχοφυΐα
  2. τρίχωμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τρίχωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)