τρίχωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τρῐχωσῐ-, τρῐχωσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | τρίχωσῐς | αἱ | τριχώσεις | |
γενική | τῆς | τριχώσεως | τῶν | τριχώσεων | |
δοτική | τῇ | τριχώσει | ταῖς | τριχώσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | τρίχωσῐν | τὰς | τριχώσεις | |
κλητική ὦ! | τρίχωσῐ | τριχώσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριχώσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τριχωσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρίχωσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη θρίξ
Πηγές επεξεργασία
- τρίχωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.