Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῐχωσῐ-, τρῐχωσε-
ονομαστική τρίχωσῐς αἱ τριχώσεις
      γενική τῆς τριχώσεως τῶν τριχώσεων
      δοτική τῇ τριχώσει ταῖς τριχώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τρίχωσῐν τὰς τριχώσεις
     κλητική ! τρίχωσῐ τριχώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριχώσει
γεν-δοτ τοῖν  τριχωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχωσις < τριχόω / τριχῶ + -σις (-ωσις) < → δείτε θρίξτρίχα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίχωσις, -εως θηλυκό

  1. τρίχωση, το τρίχωμα, η τριχοφυία
  2. κόμμωση
  3. (ελληνιστική σημασία) συνώνυμο του τριχίασις (η νόσος)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θρίξ

  Πηγές επεξεργασία