τορπιλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τορπιλοειδής | η | τορπιλοειδής | το | τορπιλοειδές |
γενική | του | τορπιλοειδούς* | της | τορπιλοειδούς | του | τορπιλοειδούς |
αιτιατική | τον | τορπιλοειδή | την | τορπιλοειδή | το | τορπιλοειδές |
κλητική | τορπιλοειδή(ς) | τορπιλοειδής | τορπιλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τορπιλοειδείς | οι | τορπιλοειδείς | τα | τορπιλοειδή |
γενική | των | τορπιλοειδών | των | τορπιλοειδών | των | τορπιλοειδών |
αιτιατική | τους | τορπιλοειδείς | τις | τορπιλοειδείς | τα | τορπιλοειδή |
κλητική | τορπιλοειδείς | τορπιλοειδείς | τορπιλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατορπιλοειδής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τορπιλοειδής
|